- εναποστηρίζομαι
- ἐναποστηρίζομαι (Α)1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναποστηριζομένη — ἐναποστηρίζομαι fix oneself in. pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποστηριχθήσεται — ἐναποστηρίζομαι fix oneself in. fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποστηρίζονται — ἐναποστηρίζομαι fix oneself in. pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποστηρίζωνται — ἐναποστηρίζομαι fix oneself in. pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)